- άλοπος
- ἄλοπος, -ον (Α) [λέπω]αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι τού λιναριού).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄλοπον — ἄλοπος not scutched masc/fem acc sg ἄλοπος not scutched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμάλωψ — θυμάλωψ, άλοπος, ὁ (Α) κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + αλ ωψ κατά το νυκτ άλ ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως… … Dictionary of Greek